- πολύμυχος
- -ον, Α(για σπήλαιο) αυτός που έχει πολλούς μυχούς, πολλές κρυφές γωνιές.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + μυχός «εσώτατο μέρος, βάθος» (πρβλ. επτά-μυχος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύμυχον — πολύμυχος with many recesses masc/fem acc sg πολύμυχος with many recesses neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχό — ο (ΑΜ μυχός) (κυρίως για κόλπο ή για λιμάνι) το βάθος, το εσώτατο μέρος, το βαθύτερο μέρος (α. «ο μυχός τού κόλπου» β. «μυχῷ δόμου ὑψηλοῑο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το εσώτατο μέρος τού σπιτιού, όπου έμεναν οι γυναίκες, ο γυναικωνίτης 2. κόλπος που… … Dictionary of Greek